- βλαστήσεως
- βλαστήσεω̆ς , βλάστησιςbuddingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπολος — (I) ἔμπολος, (Α) (ως επίθ. τών Διοσκούρων) έμπορος (βλ. ἐμπολαῑος). (II) η, ο (ως βοτανικός όρος) «έμπολη ιδιότητα» η ιδιότητα τών φυτών, κατά την οποία, όταν κοπεί ένα μέρος τους από το μητρικό άτομο, εμφανίζει σε κατάλληλες συνθήκες βλαστήσεως… … Dictionary of Greek
αβλαστησία — και αβλαστησιά, η [αβλάστητος] έλλειψη βλαστήσεως … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… … Dictionary of Greek